Μια κορνίζα για το μέλι


*Κατραμπούφα 

Ως γνωστόν οι μάσκες πέφτουν στο τέλος της Αποκριάς. Υπάρχει όμως μια μάσκα που φοριέται όλο το χρόνο η οποία κρίνεται ως απαραίτητη και σωτήρια από μία ομάδα Τηνιακών.  Μιλάμε για το προσωπείο που προφυλάσσει τους μελισσοκόμους από τα αυτοκτονικά τσιμπήματα των μελισσών. Εδώ στην Τήνο  το λέμε Κατραμπούφα. Το γνωστό κάλυμμα του κεφαλιού και του πάνω μέρους του σώματος με την σίτα στο πρόσωπο."Η προσωπίς του μελισσοκόμου" όπως αναφέρει ο Γ. Δώριζας. Πρόκειται για  λέξη με ιδιαίτερη σημασία, διότι είναι από τις λίγες  με  αποκλειστικά Τηνιακά διαπιστευτήρια.
Κατά τη διάρκεια της σύντομης έρευνας που έκανα  δεν τη βρήκα  σε κάποιο λεξικό,  είτε γραπτό είτε ηλεκτρονικό. Μια ματιά στο τεράστιο ψαχτήρι του γκούγκλ  μου έβγαλε μόνο δύο αποτελέσματα και αυτά από την ιστοσελίδα του Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού Τήνου . Τέλος  δεν ανακάλυψα  πουθενά αλλού να την αποκαλούν έτσι, είτε σε νησί των Κυκλάδων είτε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Κατά διαβολική σύμπτωση στο Τηνιακό Λεξικό του Γ. Δώριζα, βρισκόταν σε λάθος σειρά (ανάμεσα στην "καρύδα" και το ¨κασαβέτ" ) και νόμιζα για καιρό ότι δεν υπάρχει ούτε εκεί. Είναι σύνθετη λέξη. Τα δύο συστατικά της είναι η κάτρα και η μπούφα. Ξεκίνησα από  το τελευταίο που ήταν ευκολότερο. Η μπούφα είναι το κινητό τμήμα του κράνους που προστατεύει το πρόσωπο και προέρχεται από τη βενετική λέξη bufa ή την ιταλική αντίστοιχη με δύο ffbuffa. Ερμηνεία της βρήκα στο διαδίκτυο ως εξής “Cappucio che ricopre anche il viso, con due fori per gli occhi, ” δηλαδή «Κάλυμμα κεφαλής που καλύπτει επίσης το πρόσωπο, με δύο τρύπες για τα μάτια», καθώς και στο Λεξικό Μεσαιωνικής Ελληνικής του Εμμ.Κριαρά ως «Κινητό τμήμα του κράνους που προστατεύει το πρόσωπο»  όπως αναφέρεται στην κωμωδία της Κρητικής Λογοτεχνίας «Φορτουνάτος»  του Μάρκου Αντωνίου Φωσκόλου.
Το δεύτερο μέρος της λέξης η κάτρα με παίδεψε περισσότερο. Στην Εξω Μεριά η λέξη κάτρα χρησιμοποιείται για τη γυναίκα που είναι ζαβή, απονήρευτη, αγαθιάρα. Ένας φίλος Θεσσαλός μου είπε ότι στα μέρη του κάτρα είναι το πρόσωπο, η μούρη. Αυτό που εμείς οι χαμουτζήδες λέμε εδώ κάτω κούτρα. Δεν τη συνάντησα κάπου αλλού  οπότε ελλείψει ενδείξεων ή αποδείξεων δεν μπορούσα να βρω ικανοποιητική λογική προσέγγιση. Αυτά, μέχρι που έπεσε το μάτι μου στο 1ο  τεύχος από τα Τετράδια της Έξωμεριάς την έκδοση των οποίων επιμελείται ο Κώστας Δανούσης με χρονολογία το 2009. Σε άρθρο που γράφει ο ίδιος για το Λιμάνι του Πανόρμου το 1840  αναφέρει ότι μεταξύ των μαρμάρων που εξάγονται είναι και οι κατηγορίες  Κάτρα και Κατρέτα. Εξηγεί επιπλέον στην υποσημείωση σελ.76 ότι πρόκειται για τετράγωνες πλάκες μαρμάρου  που και σήμερα αποκαλούνται κάντρα, από το Ιταλικό quadro . Κατρέτα=μικρά κάντρα. Με την παραπάνω προσθήκη «το γλυκό άρχισε να δένει καλύτερα». To  quadro  στην Ιταλική έχει μεταξύ άλλων την έννοια του πλαισίου, της κορνίζας, και γενικά αντικειμένου τετραγώνου σχήματος.  Μέσω της Βενετικής διαλέκτου εμείς πήραμε το κάντρο ήδη από τα χρόνια του ύστερου Μεσαίωνα. Μετά ήρθε το κάδρο ως λόγια επίδραση, πάλι εννοώντας την κορνίζα, και το πλαίσιο, ενώ στις ημέρες μας παίζει και στον κινηματογράφο με την έννοια  των εικόνων που περικλείονται σε ένα οπτικό παραλληλόγραμμο.
Συνοψίζοντας, λοιπόν,  κατραμπούφα είναι το κάλυμμα του κεφαλιού με πλαίσιο,   το κράνος με το τετράγωνο ή ακόμα πιο λογοτεχνικά η τετράγωνη μάσκα της κεφαλής. Η συμπαθής τάξη των Τηνιακών μελισσοκόμων της ανταπέδωσε την προστασία και με το παραπάνω. Όχι μόνο τη διατήρησε ζωντανή στο καθημερινό λεξιλόγιο, αλλά της έδωσε ,παράλληλα, την ξεχωριστή σημασία να αποτελεί  ένα από τα λίγα «ενδημικά» είδη του Τηνιακού ιδιώματος . 

Ανανεωμένο κείμενο από παλαιότερη δημοσίευση

Σχόλια