Πώς βέλαζε το αρχαιοελληνικό πρόβατο;
(Εφημερίδα των
συντακτών 21 Μαΐου 2016)
Γιάννης Χάρης
Πώς βέλαζε το αρχαιοελληνικό πρόβατο;
Ὁ δ’ ἠλίθιος ὥσπερ πρόβατον βῆ βῆ λέγων βαδίζει! γράφει σε μια κωμωδία του ο Κρατίνος τον 5ο αιώνα π.Χ. Ώστε βη βη κάναν τα αρχαία πρόβατά μας; Και πού η αδιατάραχτη συνέχεια κτλ.;
Μην ταραζόμαστε. Μπέε
μπέε κάναν κι εκείνα, σαν τα νεοελληνικά πρόβατά μας, αφού το β προφερόταν μπ, και το η σαν μακρό ε, δηλαδή εε.
Έτσι και η αρχαία αγελάδα, που τους παλιούς τους χρόνους μυκάται, κάνει δηλαδή μυ, και η αρχαία κατσίκα, που μηκάται, κάνει δηλαδή μη, δεν έκαναν ίδια και οι δυο τους
[mi], αλλά μου η μία, και μέε η άλλη, σαν τις σημερινές, αφού το υ προφερόταν ου, και το η, όπως είπαμε
ήδη, εε.
Ξεταραχτήκαμε τελείως; φοβάμαι, όχι. Γιατί οι φετιχιστές
της αδιατάραχτης συνέχειας, για να είμαι ακριβής: όσοι πιστεύουν στην εκ θεών
και φύσεως καταγωγή της ελληνικής γλώσσας, ενώ είναι υποχρεωμένοι να
αναγνωρίσουν αλλαγές σε όλα τα επίπεδα: σημασιολογία, σύνταξη, μορφολογία,
αρνούνται να δεχτούν πως έχει αλλάξει και η προφορά.
Συμβαίνει έτσι το εντυπωσιακό, να παρουσιάζουν τους
περικλεείς προγόνους μας ανίκανους π.χ. να εκφράσουν τη θεμελιώδη διάκριση
ανάμεσα στο εγώ και στον άλλον, στο εμείς
και στο εσείς, καθώς υποτίθεται πως και
για τις δύο περιπτώσεις είχαν ένα αδιαφοροποίητο [imis]: ημείς-υμείς. Κι όμως, όπως δέχονται ακριβώς οι καταγγελλόμενοι για
εθνογλωσσική μειοδοσία, όπως δέχεται δηλαδή η επιστήμη όλων των τάσεων πλην
(των ανεπιστημόνων, εννοείται) Πλευραδώνιδων κτλ., μια χαρά την εξέφραζαν την
εν λόγω διάκριση οι αρχαίοι, προφέροντας κάτι σαν [emeïs] και [umeïs].
Ώστε δεν «νιαούριζαν» οι αρχαίοι: ιίι, ιίι, ιίι, όπως μας διαβεβαιώνει με τον εμπνευσμένο τρόπο του ο
Ελισαίος Γιανίδης: αρκεί, γράφει, να ρίξει ο αναγνώστης «μια ματιά στην
ακόλουθη παράταξη: ι η ει
ῃ οι υι, και να σκεφτεί αν είναι πιθανό οι αρχαίοι να τα έλεγαν όλα ι, και τι είδους άραγε διασκέδαση βρίσκανε να κάθουνται να εφευρίσκουν τόσο ποικίλα σύμβολα για να σημειώνουνε φθόγγους που δεν είχανε καμιά διαφορά μεταξύ τους. Και παρακαλώ τον αναγνώστη να μην αποφασίσει, πριν θυμηθεί και τούτο, ότι στην αρχαία γλώσσα υπήρχανε και οι ακόλουθες λέξες: εἴην, εἵην, ἰοίην, ἱείην, ἠΐην, ποιοίη, ρυοίη, και άλλες ανάλογες. Θα ήτανε σωστή ασέβεια στην ανώτερη καλαισθησία των ανθρώπων εκείνων, να υποθέσουμε πως μπορούσαν να συνεννοούνται μεταξύ τους λέγοντας ιίι, ιίι, ιίι, και με την απαίτηση πως αυτό το νιαούρισμα έχει τρεις διάφορες έννοιες…» (Γλώσσα και ζωή, 1908).
ῃ οι υι, και να σκεφτεί αν είναι πιθανό οι αρχαίοι να τα έλεγαν όλα ι, και τι είδους άραγε διασκέδαση βρίσκανε να κάθουνται να εφευρίσκουν τόσο ποικίλα σύμβολα για να σημειώνουνε φθόγγους που δεν είχανε καμιά διαφορά μεταξύ τους. Και παρακαλώ τον αναγνώστη να μην αποφασίσει, πριν θυμηθεί και τούτο, ότι στην αρχαία γλώσσα υπήρχανε και οι ακόλουθες λέξες: εἴην, εἵην, ἰοίην, ἱείην, ἠΐην, ποιοίη, ρυοίη, και άλλες ανάλογες. Θα ήτανε σωστή ασέβεια στην ανώτερη καλαισθησία των ανθρώπων εκείνων, να υποθέσουμε πως μπορούσαν να συνεννοούνται μεταξύ τους λέγοντας ιίι, ιίι, ιίι, και με την απαίτηση πως αυτό το νιαούρισμα έχει τρεις διάφορες έννοιες…» (Γλώσσα και ζωή, 1908).
Ώστε δεν παλιλλογούσε ανοήτως ο παπάς που ακούγαμε μικροί
στην εκκλησία να εύχεται κάθε φορά υπέρ
του διαφυλαχθήναι [...] την πόλιν
ταύτην [...] από λοιμού, λιμού,
σεισμού, καταποντισμού… Και απορούσαμε, και σίγουρα θα απορούν ακόμα, κι
όχι μονάχα τα μικρά παιδιά, τι στο καλό είναι αυτό το [limu, limu] –πώς είναι δυνατόν να ομοηχούν δυο τόσο διαφορετικές
έννοιες, η επιδημία και η πείνα!
Τι θεωρείται λοιπόν δεδομένο, κυρίως έπειτα από μελέτη και
παρατήρηση των εσωτερικών μηχανισμών και της
πορείας της ίδιας της αρχαίας γλώσσας, με όσες ακόμα επιφυλάξεις και
σκοτεινά σημεία υπάρχουν;
Πως τα β, δ, γ,
προφέρονταν μπ, ντ, γκ·
πως το η: εε, το
ω: οο, το υ: ου, και αργότερα σαν το γαλλικό u·
έτσι, το ου:
όου, δηλαδή όλα τα δίψηφα ήταν δύο ξεχωριστοί φθόγγοι (γι’ αυτό και τα
μαθαίναμε παλιά σαν διφθόγγους): αι:
άι, οι:
όι, αυ:
άου, ευ:
έου κτλ.
Δηλαδή, δώμα:
ντόομα, μηδέν: μεεντέν, λύπη: λούπεε (και δεν μπερδευόταν με τα λίπη και το λείπει!), βωμός: μποομός,
κ.ο.κ. Δηλαδή, ναι, «Νταρέιοου κάι Παρουσάτιντος γκίγκνονταϊ παΐντες ντούο»,
όπως κοροϊδεύαμε (μας μάθαιναν δηλαδή να κοροϊδεύουμε) την ερασμική ή ερασμιακή
προφορά.
Που είναι όμως η κοντινότερη στην αρχαία προφορά, και που
δεν είναι κάποια αυθαίρετη κατασκευή ή θεία έμπνευση ενός ξενομερίτη, Ολλανδού,
του Έρασμου, αφού ο Έρασμος ακολούθησε δρόμους τους οποίους είχαν ανοίξει οι
επιφανείς Έλληνες λόγιοι της Δύσης, ο Μάρκος Μουσούρος, ο Ιανός Λάσκαρις κ.ά.
Και καλώς δεν την υιοθετήσαμε, παραταύτα, την ερασμική
προφορά, για πρακτικούς κυρίως λόγους, γιατί έτσι θα έπρεπε να προφέρουμε
διαφορετικά όλες τις λέξεις που χρησιμοποιήσαμε εδώ σαν παραδείγματα, ανάλογα
με το κείμενο όπου απαντούν, αρχαίο δηλαδή, ελληνιστικό ή νεοελληνικό.
Άλλο όμως αυτό και άλλο η συνείδηση, η γνώση της αλλαγής. Η
γνώση που, με τον απαιτούμενο ακριβώς σεβασμό στην αρχαία γλώσσα, θα ’πρεπε να
μας κάνει διπλά και τρίδιπλα επιφυλακτικούς όταν μιλούμε για μουσικότητα των αρχαίων, ενώ τα
διαβάζουμε νεοελληνιστί· και επιδιδόμαστε σε «αναπαραστάσεις» που αποτελούν καθαρή
ύβρη απέναντι στο διόλου σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μας, την αρχαιότητα,
την αρχαία γραμματεία, και ιδίως την αρχαία ποίηση.
(Εφημερίδα των συντακτών 28 Μαΐου 2016)
Ω
παίδες Ελλήνων ίτε, [...] νυν υπέρ
πάντων αγών!, ακούμε το κάλεσμα για τη νικηφόρα μάχη στους Πέρσες του Αισχύλου, το ίδιο που θα ξεσήκωνε
τους αρχαίους μας προγόνους, αλλά σαν, ή κάπως σαν: Όο παΐντες Χελλεένοον ίτε, [...] νουν χουπέρ πάντοον αγκόον!
Τέτοια η αλλαγή λοιπόν, όπως έγραφα
την περασμένη φορά, κατά τα πορίσματα της γλωσσολογίας, της γλωσσολογίας,
επαναλαμβάνω, όλων των τάσεων, και των πιο συντηρητικών, πλην της
παραγλωσσολογίας Πλευραδώνιδων και Σίας.
Αν συνυπολογιστεί η αλλαγή από τον μουσικό τονισμό, όταν δηλαδή η
τονιζόμενη συλλαβή ακουγόταν μία νότα ψηλότερα, στον σημερινό δυναμικό τονισμό, οφείλουμε να
αναρωτηθούμε για ποια μουσική των αρχαίων ελληνικών μιλούμε, απ’ τη στιγμή που
απαγγέλλονται σύμφωνα με την προφορά της νεοελληνικής, προφορά πάντως που έχει
ζωή χιλιάδων χρόνων κι αυτή, αν δεχτούμε πως διαμορφώνεται την ελληνιστική
εποχή. Όταν δηλαδή έχουμε πλήθος πια μαρτυρίες για την έκλειψη της προσωδίας,
για τη σταδιακή εξαφάνιση της διαφοράς ανάμεσα σε μακρά και βραχέα φωνήεντα
κτλ., εξαφάνιση ακριβώς που οδήγησε στην επινόηση πνευμάτων και τόνων ώστε να
σημαίνεται η πάλαι ποτέ φωνητική αξία των φωνηέντων.
Εδώ σοβεί μια τεράστια σύγχυση ανάμεσα
στην αρχαία προσωδία και στον επιτονισμό,
τη διαφορετική δηλαδή εκφώνηση των ίδιων λέξεων ανάλογα με την εκάστοτε
εκφραστική ανάγκη, όπου δηλαδή ακόμα και μία μόνο λέξη: η κλητική Ελένη, ή Κωνσταντίνε, θα τονιστεί εντελώς διαφορετικά σε ερώτηση, έκπληξη,
απειλή, παράκληση κ.ο.κ., κι όχι επειδή η μία λέξη οξύνεται ή η άλλη περισπάται
κ.ο.κ. Είναι η περίφημη παγίδα στην οποία έπεσε λ.χ. με κάτι ειδικές
ηχομετρήσεις ο Σαββόπουλος, και μολονότι η σύγχυση επισημάνθηκε από πλείστες όσες
έγκυρες φωνές εξακολουθεί να γεννοβολά αυταπάτες ως προς την προφορά της
νεοελληνικής, ενώ παράλληλα ανθούν οι αναγνώσεις και παραστάσεις αρχαίων
κειμένων και δραμάτων στο πρωτότυπο, για να αναδειχτεί πάντα η ίδια τάχα μουσικότητα.
Ουσιαστικά πρόκειται για έναν
μισερό, ψευδώνυμο αρχαίο λόγο, στην πράξη για ανάγνωση λειψής παρτιτούρας, με
τα μισά εντέλει όργανα, κι αυτά να παίζουν κατά κανόνα λάθος νότες: κακοφωνία
και, το σημαντικότερο, ύβρις.
Πριν από 30 χρόνια, το 1986, ο εμπνευσμένος
πάντως Σπύρος Βραχωρίτης ανέβασε με την ιστορική Θεατρική Λέσχη Βόλου την Αντιγόνη στο πρωτότυπο, σημαίνοντας το
μέτρο με χειρονομίες της βυζαντινής παρασημαντικής: ερεθιστική καταρχήν ιδέα,
που βούλιαξε, κατά τη γνώμη μου, στην ιδεογλωσσική σύγχυση στην οποία
βασίστηκε: ο σκηνοθέτης ήθελε να αναδείξει «το ΑΚΟΥΣΤΙΚΟ μήνυμα» (έτσι, με
κεφαλαία σε σχετικό σημείωμά του), «τις συγχορδίες συμφώνων και φωνηέντων», την
«ηχοχρωματική ροή των μονολόγων» κτλ. Κάτι ανάλογο θα ήθελε να αναδείξει και ο
Νίκος Χαραλάμπους, όταν ανέβασε με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (2002) τις Φοίνισσες του Ευριπίδη με όλα τα χορικά
στο πρωτότυπο. Μπορεί και η Άννα Συνοδινού (2004) με τις Ευμενίδες της: «Το σκέφτεται άραγε η κυρία Συνοδινού» έγραφα
τότε (Τα Νέα 2.10.04), «να μείνει
καταγραμμένη κάποια παλιά ερμηνεία της, και τα μηχανήματα του μέλλοντος να
αδυνατούν να αναπαραγάγουν τους μισούς και παραπάνω φθόγγους, τις μισές και
παραπάνω συχνότητες; Μόνο χοντροκομμένη φάρσα θα ’ταν κάτι τέτοιο…»
Δυστυχώς οι φάρσες συνεχίζονται, με
τις αγαθότερες πάντοτε προθέσεις, μπορεί και με όντως εμπνευσμένη, κατά τα
άλλα, καλλιτεχνική-σκηνοθετική ματιά και όραμα.
Από τον περσινό Ιούλιο ο Δήμος
Αβδελιώδης, από τους ταλαντούχους και σεμνούς δημιουργούς μας, παρουσιάζει σε
διάφορες πόλεις και χώρες, και με μεγάλη, φαίνεται, επιτυχία, την πλατωνική Απολογία του Σωκράτη «στην αρχαία
ελληνική γλώσσα έτσι όπως την κατέγραψε
και τη διαμόρφωσε ο Πλάτωνας», σημειώνει ο ίδιος (και τονίζω εγώ), ενώ απ’
την άλλη παρακάμπτει, όπως δηλώνει, «την Εράσμια και την Προσωδιακή εκφορά
καθώς και τη χρήση των πλάγιων ήχων της βυζαντινής μουσικής [;], με αποτέλεσμα
ο αρχαίος λόγος να ακούγεται φυσικός και
οικείος, έχοντας παρόμοιους ήχους και ρυθμούς με τις μεταγενέστερες έως τις
σύγχρονες διατυπώσεις της ελληνικής γλώσσας»! Σκοπός αυτής της «εκφοράς»; «Η ανάγκη, από το άκουσμα της φωνής του αυθεντικού έργου [!], να αφουγκρασθούμε και να νιώσουμε βιωματικά τα αισθήματα και το
ήθος του Σωκράτη».
Δεν έχει νόημα να σχολιάσω ή να
συνεχίσω. Το Δέντρο που πληγώναμε, η έξοχη
ποιητική κινηματογραφική δημιουργία του Αβδελιώδη, αν ήταν η αρχαία γλώσσα, με
κάτι τέτοια έγινε σκλήθρες και καυσόξυλα.
Τουλάχιστον ο Δήμος Αβδελιώδης,
βάζοντας ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους στην παράστασή του, μια κακοτοπιά
την απέφυγε: το ιδεολόγημα για τα αρχαία που κυλούν στις φλέβες μας, και είναι
υπόθεση μερικών κοινών λέξεων για να ξεκλειδώσουμε μια ολόκληρη γλώσσα κτλ.
Τώρα αν μένει έτσι χώρος για την
υποτιθέμενη μουσική, ή την όντως μουσική, πάντως του Αβδελιώδη κι όχι της
αρχαίας γλώσσας, δεν το ξέρω. Όμως το πεδίο όπου γονιμοποιούνται επιστημονικώς
ασύστατα και ιδεολογικώς επικίνδυνα στερεότυπα όλο και διευρύνεται, φοβάμαι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου