Μνήμη Έκτορα Κακναβάτου

Ἡ φυλή μου ἐμένα μὲ τὸ ἀνέφιχτο
Ὁ στόμφος ἐκούρασε· σύμφωνοι.
Τὸ θάμπος δυνάστεψε, τοῦ λόγου,
ὥς τὴν παραμόρφωση·
καὶ πάλι σύμφωνοι.
Ἄσχετο ποὺ μὲ τοὺς ἀστοὺς μακάρια πιὰ
παρακμάζει· σωστά.
Λένε σὲ τόνο χαμηλὸ ἐξομολόγησης
- συγγνώμη.
ποιός τάχα δὲν πρέπει ν´ ἀκούει τώρα;
Μὴ διακόπτεις· λοιπὸν εἶπαμε σὲ τόνο χαμηλὸ
γιὰ τὴ βαθιὰ πληγὴ νὰ λένε,
ἄν πρέπει σώνει καὶ καλὰ νὰ λὲς γιὰ δαύτην,
κι ἄς εἶναι ἄβυσσο
κι ἄς εἶναι ἀπὸ σκοτάδι πιὸ ἄρρητη.
Χα...

Μὰ ποὺ ἡ φυλή μου ἐμένα μὲ τὸ ἀνέφιχτο
νύχτα μονομαχεῖ καὶ μέρα
μὲ τὸ ἀνέφιχτο;
Καὶ ποὺ ἀνηφορίζει;
Κι ἀκόμα τὸν κρανίου τόπο ἀνήφορο
κι ἀκόμα;
Σὲ τόνο χαμηλὸ τί θ´ ἀκουστεῖ;
Ποιός τάχα δὲν πρέπει ν´ ἀκούει τώρα;

Ἀφήνω ποὺ, αὐτὸ μᾶς ἔλιπε,
θ´ ἀκούγεται ὡσὰν εὐχαριστῶ
τὸν ἐξοχότατο κανάγια.

(1968)

Σχόλια